- μαχαίρωμα
- τό1) удар ножом, кинжалом; 2) ножевая рана
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαχαίρωμα — ατος, το [μαχαιρώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαχαιρώνω, φόνος ή τραυματισμός με μαχαίρι … Dictionary of Greek
μαχαίρωμα — το το πλήγμα, το τραύμα με μαχαίρι: Τα μαχαιρώματα είναι συχνά στις κακόφημες περιοχές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)